- χυτή
- р (-ήρος) ο ковш (для литья)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χυτή — η, Ν βλ. χυτός … Dictionary of Greek
χυτῇ — χυτός poured fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυτή — χυτός poured fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυτός — ή, ό / χυτός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που μετά την τήξη χυτεύθηκε σε καλούπι (α. «χυτό μέταλλο» β. «χυτὸς σίδηρος», Αθήν.) 2. (για μαλλιά) αυτός που χύνεται ελεύθερα στους ώμους, που δεν έχει δεθεί ή πλεχθεί (α. «είχε τα μαλλιά της χυτά» β. «χυτὴ… … Dictionary of Greek
God (word) — The English word god continues the Old English an. god ( go. guþ, gudis in Gothic, ge. gud in modern Scandinavian, nl. God in Dutch, and de. Gott in modern German), which derives from the Proto Germanic * ge. ǥuđán . Proto Germanic meaningThe… … Wikipedia
Glas [1] — Glas, eine in der Glühhitze durch Schmelzung entstandene chemische Verbindung von Kieselsäure (in einigen Fällen auch Borsäure) mit verschiedenen Basen (Kali, Natron, Kalk, Magnesia, Thonerde, Bleioxyd, Zinnoxyd, Eisenoxydul etc.), welche eine… … Pierer's Universal-Lexikon
CENTAURUS — nomen navis sic dictae, quod Centauri habuerit insigne. Virg. Aen. l. 5. v. 122. Centauro invehitur magnâ: Ubi Servius ait subaudiri debere naris. Hinc adiectivum Centaureus. Horat. l. 1. Carm. Od. 18. v. 7. At ne quis modici transiliat munera… … Hofmann J. Lexicon universale
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
γαία — Αρχέγονη ελληνική θεότητα, η οποία στη Θεογονία του Ησιόδου εμφανίζεται στην αρχική δημιουργία του κόσμου, αμέσως μετά το Χάος. Η Γ. γέννησε μόνη της τον Ουρανό, τον Πόντο και τα Όρη και ύστερα, με σύζυγο τον Ουρανό, τους Τιτάνες, τους Κύκλωπες… … Dictionary of Greek
δαντέλα — Λεπτότατο διαφανές πλέγμα από λινή, βαμβακερή, μεταξωτή ή χρυσή κλωστή. Σήμερα κατασκευάζονται δ. και από συνθετικές ίνες, νάιλον κλπ. Η λέξη δ. προέρχεται από το γαλλικό dentelle (με ετυμολογία από τη λέξη dent που σημαίνει δόντι) και… … Dictionary of Greek
λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και … Dictionary of Greek